- αγγελιαφορώ
- ἀγγελιαφορῶ -έω (Μ)[ἀγγελιαφόρος]είμαι αγγελιαφόρος, μεταφέρω μηνύματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγγελιαφόρῳ — ἀγγελιᾱφόρῳ , ἀγγελιαφόρος messenger masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)